- εὐταμίευτος
- εὐταμίευτοςeasily regulatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευταμίευτος — εὐταμίευτος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εύκολα γίνεται η αποταμίευση, αυτός που έχει μικρή χωρητικότητα 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. (για οσμές, αρώματα) αυτός που δεν εξατμίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταμιευτος… … Dictionary of Greek
εὐταμίευτον — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem acc sg εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐταμίευτα — εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐταμίευτοι — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)